- πρισμάτιον
- πρισ-μάτιον, τό, Dim. of foreg. 11, Procl.Hyp.4.88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρισμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμάτιον — τὸ, Α [πρίσμα, ατος] (ως υποκορ.) μικρό πρίσμα … Dictionary of Greek
πρισματίοις — πρισμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίου — πρισμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίῳ — πρισμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμάτια — πρισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)